ένη

ένη
(I)
ἔνη, η (θηλ. τοὺ ἔνος* ως επίρρ., στις πλάγιες πτώσεις μόνο) (Α)
μεθαύριο, την τρίτη μέρα («ἀπιέναι, παρεῑναι δ' εἰς ἔνην» — να φύγουν και να παρουσιαστούν μεθαύριο, Αριστοφ.).
————————
(II)
ἕνη, η (θηλ. τοὺ ἕνος*) (Α)
η τελευταία, η τριακοστή μέρα τού σεληνιακού μήνα τών αρχαίων («εὐθὺς μετὰ ταύτην ἔσθ' ἕνη τε καὶ νέα» — αμέσως ύστερ' από αυτή [την ημέρα] είναι η τελευταία [τριακοστή], Αριστοφ.
η φρ. «ἕνη καὶ νέα» σημαίνει κυρίως «η παλαιά και η νέα σελήνη», επομένως η τελευταία ημέρα τού σεληνιακού μήνα, ο οποίος διαρκούσε 29 1/2 μέρες. Ο Σόλων όρισε να ανήκει η τελευταία (τριακοστή) ημέρα στον εκάστοτε προηγούμενο μήνα, οπότε οι εκάστοτε επόμενοι μήνες είχαν 29 μέρες και επομένως δεν είχαν «ἕνην καὶ νέαν». Από συνήθεια όμως η τελευταία ημέρα όλων τών μηνών ονομαζόταν «ἕνη καὶ νέα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐνῆ — ἐν εἰμί sum imperf ind act 1st sg (attic) ἐν ἠμί sum imperf ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνῇ — ἐνίημι send in aor subj act 3rd sg ἐνίημι send in aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνη — νάω flow imperf ind act 3rd sg (doric) νέω swim imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) νέω 1 swim imperf ind act 3rd sg (epic doric aeolic) νέω 2 spin imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) νέω 3 heap imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνῃ — ἐνίημι send in aor subj mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕνη — ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕνῃ — ἕνος belonging to the former of two periods fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηθληκότα — ἐνη̱θληκότα , ἐν ἀθλέω having contended with perf part act neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) ἐνη̱θληκότα , ἐν ἀθλέω having contended with perf part act masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηθλήσω — ἐνη̱θλήσω , ἐν ἀθλέω having contended with futperf ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐνη̱θλήσω , ἐν ἀθλέω having contended with aor ind mid 2nd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνῆι — ἐνῇ , ἐνίημι send in aor subj act 3rd sg ἐνῇ , ἐνίημι send in aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήνεον — ἐνή̱νεον , ἐν ἀνέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐνή̱νεον , ἐν ἀνέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”